9 Φεβρουαρίου 1897, η άτιμη στιγμή στην Ιστορία: Οι ΜΕΔ βομβαρδίζουν τους Κρήτες επαναστάτες στο Ακρωτήρι

“Ευρώπη, που βομβάρδισες την πολεμάρχα Κρήτη, τρέξε και στήσε τον σταυρό στον τάφο του Προφήτη, και το βρακί της Φατουμάς να κυματίζη τώρα στα τρομερά σου τρίκροτα και ’στα θωτακοφόρα”

Σκύφτε, Φράγκοι παλληκάρια,

’στην Μεγαλειότητά του,

και ’στ’ αυτιά σας κρεμαστάρια

βάλτε τώρα ταπαυτά του.

Η απόβαση του ελληνικού στρατού στα Χανιά, την 1η Φεβρουαρίου 1897, ως αντίδραση της κυβέρνησης του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, στην πυρπόληση της πόλης των Χανίων και τις σφαγές σ’ όλη την Κρήτη, υπό την προκλητική «ουδετερότητα» των μεγάλων δυνάμεων, που ενίσχυσε την τουρκική βαρβαρότητα, προκάλεσαν ραγδαίες εξελίξεις και ακόμα περισσότερο εξέθεσαν τις ΜΕΔ.
Οι μεγάλες δυνάμεις απειλούν ότι θα επέμβουν αν δεν αποσυρθεί ο ελληνικός στρατός. Και σε αντίθεση με την ντε φάκτο ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, προτείνουν αυτονομία, την οποία απορρίπτουν Έλληνες και Κρήτες. Οι ΜΕΔ επανέρχονται με στρατιωτικά πλέον μέτρα, δημιουργώντας μια ζώνη 6 χιλιομέτρων γύρω από την πόλη των Χανίων, πρωτεύουσα της Κρήτης τότε, απαγορεύοντας στον Βάσσο, αρχηγό του ελληνικού στρατού που αποβιβάστηκε στην Κρήτη, να την παραβιάσει. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλώνουν, θα χτυπήσουν με κανονιοβολισμό τις ελληνικές θέσεις.

Την παραβίαση όμως, και τη στρατιωτική εμπλοκή των δυνάμεων, προκαλούν οι Τούρκοι. Σκηνοθετούν την παραβίαση της γραμμής προκαλώντας, στις 9 Φεβρουαρίου 1897, το βομβαρδισμό του Επαναστατικού Στρατοπέδου Ακρωτηρίου, που είχε οργανώσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, με τους Αντώνιο Σήφακα, Κωνσταντίνο Φούμη, Νικόλαο Πιστολάκη και Γεώργιο Μυλωνογιανάκη. Η ελληνική Σημαία υψώνεται στο Ακρωτήρι και ο ευρωπαϊκός στόλος στοχεύει για την κατάρριψή της. Όταν πλέον ο ιστός πέφτει από τα ευρωπαϊκά πυρά, ένας επαναστάτης, ο Σπύρος Καγιαλές, κάνει το σώμα του ιστό και υψώνει εκ νέου τη Σημαία. Ο ανθρώπινος ιστός αναγκάζει τους ναυάρχους των δυνάμεων να διατάξουν παύση του πυρός. Ο Ιταλός ναύαρχος Κανεβάρο, που είχε δώσει την εντολή για τους κανονιοβολισμούς, θα γράψει αργότερα στα απομνημονεύματά του, ότι την εικόνα αυτή, εν μέσω βομβαρδισμών, ένα παλικάρι να κάνει το σώμα του ιστό, δεν θα την ξεχνούσε ποτέ.

Οι πρωτοφανείς βομβαρδισμοί εναντίον του στρατοπέδου των επαναστατών προκαλούν κύμα διαμαρτυρίας σε όλη την Ευρώπη, και μεγάλα συλλαλητήρια. Στις διαμαρτυρίες πρωτοστατούν και οι Αθηναίοι. Οι ΜΕΔ, παρά τις αντιδράσεις των ευρωπαϊκών λαών, δεν υποχωρούν και με διακοίνωσή τους απαιτούν την απόσυρση των ελληνικών δυνάμεων και επανέρχονται στη λύση της αυτονομίας, την οποία Έλληνες και Κρήτες απορρίπτουν εκ νέου. Τότε ο διεθνής στόλος αποκλείει το νησί, εμποδίζοντας τη μεταφορά εφοδίων.

Τα επεισόδια σ’ όλη την Κρήτη παίρνουν πλέον τη μορφή μιας οργανωμένης επανάστασης. Μάχες, με τη συμμετοχή και των ελληνικών δυνάμεων, γίνονται παντού. Στο Ηράκλειο η αντίσταση κορυφώνεται, με τις προκλήσεις του τουρκικού όχλου, στην περιοχή του Γαζίου. Ενώ αργότερα η περιοχή των Αρχανών μετατρέπεται σε επαναστατικό κέντρο.

Λίγο μετά τον αποκλεισμό του νησιού από τις ΜΕΔ, η Τουρκία κηρύττει τον πόλεμο στην Ελλάδα, αναγκάζοντάς την να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη. Ο πόλεμος, ο λεγόμενος ατυχής, διαρκεί από τις 8 Απριλίου μέχρι τις 8 Μαΐου και τελειώνει με ελληνική ήττα.

Η οργή του Σουρή

Λίγες ημέρες μετά τα δραματικά γεγονότα,  ο Σουρής, στο φύλλο του “Ρωμηού” της 15ης Φεβρουαρίου, έγραψε ένα πραγματικά οργισμένο στιχούργημα για την πρωτοφανή επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Όλη η ύλη του «Ρωμηού» εκείνης της ημέρας ήταν αφιερωμένη στα δραματικά γεγονότα. Στην πρώτη σελίδα είχε ένα μικρό κείμενο, για τους Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι βρίσκονταν στην Κρήτη και παράλληλα ετοιμάζονταν για το πόλεμο με την Τουρκία, που φαινόταν να έρχεται. Το μικρό αυτό ποίημα, το οποίο δημοσιεύομε στο τέλος του αφιερώματος του Σουρή για την Κρήτη, είχε τον τίτλο «Ρίχτε δάφνης κλαδιά / ’στου Στρατού τα παιδιά». Και όλη η υπόλοιπη εφημερίδα έβγαζε την οργή του Σουρή για το βομβαρδισμό από τους Ευρωπαίους. Ο περίφημος ποιητής στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούσε τον ένα από τους δύο ήρωές του, τον Φασουλή για να εκφράσει το θυμό του. «Προς τας Δυνάμεις μετά χολής / ο διωγμένος ο Φασουλής», επιγραφόταν το στιχούργημα για το βομβαρδισμό στο Ακρωτήρι.

Έτσι σας θέλω… μπράβο σας, γενναίοι Ταρταρίνοι,

εκείνον τον βομβαρδισμόν καθένας θα τον κρίνη

ως αληθούς πολιτισμού κατόρθωμα γιγάντειον,

κι’ εκείνο το παληόσκυλο, που βόσκει στο Βυζάντιον.

τους Καίσαρας της Δύσεως θα τους χειροκροτήση

κι’ ανδραγαθίας τρόπαια μες’ στο Γιλδίζ θα στήση

έγραφε χαρακτηριστικά ο οργισμένος Σουρής. Αυτή την οργή του θα την εκφράσει σ’ όλο το έμμετρο κείμενό του, το οποίο αναδημοσιεύομε στη συνέχεια ολόκληρο. Αξίζει όμως να παραθέσομε κι εδώ δύο ακόμη τμήματα, του πραγματικά εξοργισμένου ποιητή, ο οποίος με πολύ ξεκάθαρο τρόπο προσδιορίζει τις μεγάλες δυνάμεις ως υπηρέτες του σουλτάνου. Στο δεύτερο, μάλιστα, εμφανίζεται και η… αθυροστομία της έκφρασής του, που συχνά διέκρινε κείμενά του.

Γράφει, λοιπόν:

Ευρώπη, που βομβάρδισες την πολεμάρχα Κρήτη,

τρέξε και στήσε τον σταυρό ’στον τάφο του Προφήτη,

και το βρακί της Φατουμάς να κυματίζη τώρα

’στα τρομερά σου τρίκροτα και ’στα θωτακοφόρα.

Και παρακάτω:

Δόξα νάχη κι’ ο Σουλτάνος,

τόνομα του προσκυνώ,

κάθε της Ευρώπης κράνος

σκύβει ’μπρος του ταπεινό.

__

Σκύφτε, Φράγκοι παλληκάρια,

’στην Μεγαλειότητά του,

και ’στ’ αυτιά σας κρεμαστάρια

βάλτε τώρα ταπαυτά του.

Η εφημερίδα υπάρχει στο βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.

Προς τας Δυνάμεις μετά χολής / ο διωγμένος ο Φασουλής


Α’

“Ετσι σας θέλω… μπράβο σας, γενναίοι Ταρταρίνοι,
εκείνον τον βομβαρδισμόν καθένας θα τον κρίνη
ως αληθούς πολιτισμού κατόρθωμα γιγάντειον,
κι’ εκείνο το παληόσκυλο, που βόσκει ‘στο Βυζάντιον,
τους Καίσαρας της Δύσεως θα τους χειροκροτήση
κι’ ανδραγαθίας τρόπαια μές ‘στο Γιλδίζ θα στήση.Τώρα τωόντι ‘δείξατε ‘στον κόσμο τι σημαίνει
Ευρώπη μια φορά,
τώρα που των Δυνάμεων οι στόλοι δοξασμένοι
‘στης Κρήτης τα νερά
ρίχνουν το κράτος του σταυρού, του μιαρού τυράννου,
και το φεγγάρι προσκυνούν ιπποτικού Σουλτάνου.Τώρα και σεις εδείξατε προς τον πλανήτην όλον
το τί θα ‘πή βομβαρδισμός των ηνωμένων στόλων,
τώρα ‘ψηλά μεσουρανεί
της Δύσεως η φήμη,
τώρα καθένας προσκυνεί
της Πόλις το ψοφήμι.Χαίρετε, τέκνα του σταυρού κι’ ιππόται σταυροφόροι,
χαίρε, Φραγκιά Χριστιανή με Χριστομάχου δόρυ,
που για τον γαληνότατο της Πόλις μακελλάρη
ετούρκεψες κι’ εφόρεσες πασούμι και σαλβάρι.

Πολιτισμέναις Φράγκισαις, γυναίκες της προόδου,
που νύκτα ‘μέρα λούζεσθε στ’ αρώματα του ρόδου,
βγάλετε πια τα Φράγκικα και βάλτε φερετζέδες
κι’ οι Φράγκοι σας εγίνηκαν του Πατισάχ τζουτζέδες.

Ευρώπη, μάννα των λαών, Χριστιανή γυναίκα,
προσκύνα μές ‘στη Μεδινά, προσκύνα μές ‘στη Μέκκα,
Ευρώπη με τα τρόπαια και τα περίσσια κάλλη
αυτό το καρναβάλι
σωστή Χανούμ επρόβαλες με το σταυρό ‘στο χέρι
και μπήγεις στους Χριστιανούς χασάπικο μαχαίρι.

Ευρώπη, που ‘βομβάρδισες την πολεμάρχα Κρήτη,
τρέξε και στήσε τον σταυρό ‘στον τάφο του Προφήτη,
και το βρακί της Φατουμάς να κυματίζη τώρα
‘στα τρομερά σου τρίκροτα και ‘στα θωρακοφόρα.

Ευρώπη, ‘μπρός ‘τα μάτια μας με το σαλβάρι διάβα,
έλα ‘ξαναμβομβάρδισε την δύστυχη την σκλάβα,
και της σημαίας σκόπευε και κτύπα το κοντάρι
και ξάπλων’ αιματόφυρτα των δούλων τα κορμιά,
ως να φυτρώση κόκκινο μια ‘μέρα το χορτάρι
μές ‘στην αιματοπότιστη της σκλάβας ερημιά.

Επάνω ‘στα κεφάλια μας της μπόμπαις σας σκορπάτε
και του Χριστού της Εκκλησιαίς αλάθευτα κτυπάτε.
Κτύπα, προστάτις των λαών, των αλυτρώτων σώτειρα,
της δοξασμένης πίστεως το κράτος επατήθη,
γκρέμισε κάτω τους σταυρούς και δός τα δισκοπότηρα
να τα κοπρίσουν άφθονα του Πατισάχ τα πλήθη.

Ολα κάτω πέρα πέρα,
δέστε στόλο και στρατό
κι’ ας γεμίση τον αέρα
πολεμάρχων βογγητό.

Ρίχτε κάτω τάρματά σας,
κλίνετε τα γόνατά σας
‘στους ιππότας της τιμής
κι’ ας τουρκέψωμε κι’ εμείς.

Δόξα νάχη κι’ ο Σουλτάνος,
τόνομά του προσκυνώ,
κάθε της Ευρώπης κράνος
σκύβει ‘μπρός του ταπεινό.

Σκύφτε, Φράγκοι παλληκάρια,
‘στην Μεγαλειότητά του,
και ‘στ’ αυτιά σας κρεμαστάρια
βάλτε τώρα τάπαυτά του.

Τα χαρέμια του φρουρείτε
σαν ευνούχοι του φρουροί,
τον Σουλτάνο σας χαρήτε,
μα κι’αυτός να σας χαρή.

Εμπα, Φρα΄γκα, ‘στον οντά του
με τσακίσματα πολλά,
κι’ όλο πρόσεχε καλά
την ακεραιότητά του.

Πρόσεχε, Χανούμ Ευρώπη,
και μια τρίχα του μην πάθη,
κι’ έτσι πάν χαμέν’ οι κόποι
και ταυγά με το καλάθι.

Δείγματα θερμής αγάπης
κάθε Καίσαρ ας του δίνη,
κι’ ο σακάτικος χασάπης
κλάσμ’ ακέραιον ας μείνη.

Αγρυπνείτε της ειρήνης
λυσσασμένοι βαρδιατόροι
‘στου Καλίφη το πλευρό,
κι’ ας φωνάζη Μουεζίνης
πως ιππόται σταυροφόροι
πολεμούνε τον σταυρό.

Β’
Οποίος άθλος θαυμαστός!… τί θρίαμβος κι’ εκείνος,
που γαυριά και χαίρει
των Γερμανών ο Κάϊζερ και κάθε Ταρταρίνος
με το σπαθί ‘στο χέρι,
πάς θιασώτης της σπουδής, της τέχνης, της παιδείας,
που κυματίζει ‘πίσω του μακρύς ζουρλομανδύας.

‘Στας δάφνας του βομβαρδισμού την κεφαλήν του κλίνει
κλωτσοπατεί σαν σκύβαλο το γένος των Ελλήνων,
και μέσ’ από το στόμα του βομβαρδισμούς ακούεις
και μπάμ και μπούμ βαρυβροντά,
και προς εκείνον απαντά
εκείνο το λυσσάρικο σκυλί της Φρειδιξρούης.

Αφροκοπούν τα χείλη του και ‘βρίζει λωποδύτας
τους πολεμάρχους Κρήτας,
και σφίγγει λάζο κοφτερό ‘στα δηό του τα ξεράδια
κι’ ορμά να σφάξη κάμποσα των Κρητικών κουράδια.

Τα Πρωσσικά τα λάβαρα και των Βρανδεμβουργείων
ραντίζει μ’ αίματα Κρητών μια χέρα ‘ματωμένη,
κι’ από της Κρήτης έξαφνα προβάλλει το σφαγείον
και μια σημαία γαλανή και κατατρυπημένη,
εκείνη που ‘βομβάρδισαν του Κάϊζερ οι στόλοι
κι’ ηλάλαξαν την νίκην των των ουρανών οι θόλοι.

Ο Κάϊζερ της τρύπαις της μετρά περιχαρής
και δείχνει προς τους Πρώσσους του το λάφυρον της Κρήτης,
και δεύτερος ακούεται βομβαρδισμός βαρύς
κι’ άλλας σημαίας Κρητικάς σαρόν’ η μελανίτις.

Ο Κάϊζερ των Γερμανών δεν είναι παίξε γέλα
και βάρδ’ από φουρνέλα.
Ο Κάϊζερ των Γερμανών
με Πρωσσικό κανόνι
κι’ αυτήν την γήν των Αθηνών
θα μας την κάνη σκόνη.

Βαρέθηκε της δόξαις σου και τάθλα τα ‘δικά του,
τον Κάϊζερ τον έσφιξαν τα φεγγαριάτικά του,
και θέλει και τον Πειραιά να βομβαρδοβολήση
και πέτρα ‘στο Ρωμαίϊκο γερή να μην αφήση.

Θέλει να γίνη Μόμμιος, θέλει να γίνη Σύλλας,
να βομβαρδίση τους βωμούς και των ναών τας πύλας,
εκ θεμελίων σύμπασαν να σκάψη την Ελλάδα
κι’ αρχαιολόγους Γερμανούς να στείλη ‘στην Παλλάδα,
τους σωριασμένους κατά γής να βλέπουν Παρθενώνας
και τους σπονδύλους να μετρούν της καθεμιάς κολώνας.

Μα μέσα ‘στ’ άλλα ξαφνικά να βομβαρδίση θέλει
και τον κανάγια τον Ερμή του παληο-Πραξιτέλη,
και με την μελανίτιδα κι’ αυτόν να μελανώση
κι’ ο Κούρτιος ν’ αναστηθή και να τον στεφανώση.

Θέλει να δώση μάθημα ‘στον Ελληνα τον βάνδαλον,
που κάθε τόσο γίνεται των Ευρωπαίων σκάνδαλον,
θέλει γυμνόν να τον ιδή κι’ αιμόρυφτον επαίτην
εμπρός ‘στον μέγαν Κάϊζερ, τον μουσικόν συνθέτην,
οποόυ με τας συνθέσεις του και τον Μπετόβεν ‘πέρασε
κι’ ο Πατισάχ ο φίλος του της άκουσε κι’ εξέρασε.

Μη, Πριγκήπισσα Σοφία, πολυλάτρευτο καμάρι,
μη παράπονο σε πάρη.
Ακου λόγους της Αυγούστας, της σεπτής σου της μητρός,
βλέπε την σκιάν εκείνην του μεγάλου σου πατρός.
Ω φιλόσοφ’ εστεμμένε
πόσα μάτια δεν σε κλαίνε,
μα σιμόνεις, Φρειδερίκε, και την κόρην ευλογείς,
που βασίλισσα θα γίνη της βομβαρδισμένης γης.

Μα και σεις, λεπτοί Γαλάται,
με τους Γερμανούς ελάτε,
και τσακίστε με μυδράλια
τα Ρωμαίϊκα κεφάλια.

Κι’ ύστερα σ’ αυτά τα μέρη,
κέντρο κάθε μουσολάτρου,
νάλθουν προσφιλείς εταίροι
του Παρισινού θεάτρου
να διδάξουν τραγωδίας,
κι’ άνω σχώμεν τας καρδίας
προς τ’ αρχαία μεγαλεία,
του βομβαρδισμού Γαλλία.

Πέστε ‘στον Μουνέ Σουλλύ
να μη σφίγγγεται πολύ,
κι’ ίσως, φίλοι μας ιππόται,
κουκουβάγιαις εύρη τότε
‘στα χαλάσματα να κλαίνε
και βομβαρδισμούς να λένε.

Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας La Tribuna Illustrata, της 7ης Μαρτίου 1897

Κι’ εκεί παρά τον Ιλισσόν καθίσαντες αφώνως
καθώς εις άλλον ποταμόν της πάλαι Βαβυλώνος,
να κλαύσετε να κλαύσετε με πάθος γοερόν
ως που να πλημμυρήσετε το ρεύμα το ξηρόν
εν τω μνησθήναι της πολλής των οβουζίων λύσσης
και της ευκλείας της σεπτής της ερειπιωθείσης,
κατόπιν δε των στεναγμών και του μεγάλου θρήνου
να στέψετε τας κεφαλάς με στέφανον κοτίνου.
Γ’
Σύρτε ‘στο γέρο διάβολο… φτού σας και πάλι φτού σας…
εσείς εβομβαρδίσατε τους ίδιους εαυτούς σας.
Σύρτε ‘στο γέρο διάβολο, προστάται μας μεγάλοι,
κι αυτό το καρναβάλι
της ιπποσύνης της τρανής τρανοί παλληκαράδες
και των σκυλιών του Πατισχά ‘γινήκαν μασκαράδες.

Σύρτε ‘στο γέρο διάβολο…φτού σας και πάλι φτού σας…
εσείς εβομβαρδίσατε τους ίδιους εαυτούς σας.
Χαίρετε, φίλοι Καίσαρες… τα λαμπερά σας στέμματα
παρηγοριαίς μας δίνουν…
θάψετε της πορφύραις σας μέσα σε σκλάβων αίματα
πιο κόκκιναις να γίνουν.

Χαρήτε, φίλοι Καίσαρες, του μέλλοντος ελπίδες,
ας γίνουν τα κουφάρια μας των θρόνων σας βαθμίδες,
και τούτο το κατόρθωμα το μέγα ‘στα μεγάλα
κι’ άλλο διαμάντι ζηλευτό θα βάλη μέσα ‘στ’ άλλα
της θείας σας κορώνας
να λάμπη ‘στους αιώνας.
Δ’
Καρναβάλι ‘φετεινό δίχως γλέντια, δίχως μπάλους,
μασκαρεύουν οι μικροί τους ιππότας τους μεγάλους.
Πολεμάρχων σπεύδει στίφος
και μαστίγιον και ξίφος
Αίαντος μαστιγοφόρου
δείχνω ‘στον Καρνάβαλο,
και γελώ με του Βοσπόρου
το παληοσαράβαλο.

Τί Καρνάβαλος κι’ αυτός δίχως γλέντια, δίχως μπάλους,
μασκαρεύουν οι μικροί τους ιππότας τους μεγάλους.
Σκεπτικός στεφάνια πλέκει
‘στης Ευρώπης τους σφαγείς,
το φεγγάρι ‘πάνω στέκει
κι’ ο σταυρός των κατά γής.

Βλέπω μπράτσο την Τουρκιά
με την δούλα τη Φραγκιά,
και γυρίζει και γυρίζει
κι’ αίμ’ ανθρώπινο μυρίζει.

Βλέπω στέμματα γενναία
ν’ αδελφώνωνται μαζί
με τον έξαλλον φονέα,
που φονεύει για να ζή.

Τι Καρνάβαλος αλήθεια
δίχως γλέντια, δίχως μπάλους,
εμασκάρεψαν οι δούλοι τους
σωτήρας τους μεγάλους.
Τι Καρνάβαλος αλήθεια,
τι πρωτοφανής σκηνή!…
με την μάσκα της ειρήνης
μακελλάρηδες τρανοί
αντί σκήπτρων εις τα χέρια
δίκοπα βαστούν μαχαίρια.

Πήδα, Δύσις μοσχομάγκα,
χόρευε, καμήλα Φράγκα,
την ειρήνη ψάρευε
και για ‘μας παζάρευε.

Αίμα πάλι πλημμυρίζει,
χόρευε, Καρνάβαλε,
η Φραγκιά μας βομβαρδίζει
και μαζί μας τάβαλε.
Την παληά μου την βελλάδα
σχίζω και ποδοπατώ,
κι’ Αμαζόνα την Ελλάδα
υπερήφανον κυττώ.

Την σημαίαν της στηλόνει,
και σε κάθε κανονιά,
που την ρίχνει μ’ απονιά,
γαλανότερη ‘ψηλόνει.

Το γαλάζιο το πανάκι, που σκονίστηκ’ εκεί πέρα
και το γκρέμισαν η μπόμπαις απ’ την άκρη του βουνού,
ανυψόνεται και φθάνει δοξασμένο ‘στον αιθέρα
ως πού γίνεται κομμάτι του γαλάζιου τ’ ουρανού.

Σύρτε, Φράγκοι, ‘στα κομμάτια, κι’ η φρικτή σας μελανίτις,
που σαρόνει τους σταυρούς μας και τα λάβαρα της Κρήτης,
μια παντοτενή μουντζούρα για τα μούτρα σας θα γίνη,
που κανείς δεν θα την σβύνη.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί